- τεφτέρι
- και δεφτέρι και ντεφτέρι, το, Ντετράδιο λογαριασμών, κατάστιχο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο λ., πρβλ. τουρκ. tefter < μσν. διφθέριον, υποκορ. τού διφθέρα «δέρμα, δερμάτινο βιβλίο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεφτέρι — το (λ. τουρκ.), σημειωματάριο λογαριασμών, κατάστιχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεφτέρι — και τεφτέρι, ντεφτέρι, διφτέρι, το 1. κατάστιχο, βιβλίο λογαριασμών 2. το βιβλίο, η βίβλος («νέα ιστορία γράφεται στα ολάσπρα της δεφτέρια», Παλαμ.) 3. παροιμ. «διάολος σαν μουφλουζέψει, τα παλιά δεφτέρια πιάνει» για όσους ανατρέχουν σε παλιούς… … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
τεφτεράς — ο, Ν [τεφτέρι] αυτός που κρατάει τεφτέρια, αυτός που γράφει λογαριασμούς σε τεφτέρια … Dictionary of Greek
τεφτεριάτικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα τεφτέρια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τεφτεριάτικα λογαριασμοί που γράφονται σε τεφτέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεφτέρι + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. μην ιάτικος)] … Dictionary of Greek
defter — DÉFTER s. v. catastif, condică, registru. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime deftér ( ruri), s.n. – Catastif, registru. tc. defter (Ronzevalle 90), cf. ngr. τεφτέρι. sec. XVII, înv. – Der. defterdar (var … Dicționar Român